- σκορπιοειδές
- σκορπιοειδήςscorpion-likemasc/fem voc sgσκορπιοειδήςscorpion-likeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκορπίουρος — ο, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα αρχ. 1. το φυτό σκορπιοειδές* 2. το γνωστό με… … Dictionary of Greek
σκορπιοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που … Dictionary of Greek
ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… … Dictionary of Greek